αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
μεροκρινής — ές φρ. «μεροκρινείς αδένες» βιολ. οι εξωκρινείς αδένες τών οποίων τα κύτταρα παράγουν έκκριμα που απελευθερώνεται στον εκφορητικό πόρο, χωρίς να καταστρέφεται το πρωτόπλασμα … Dictionary of Greek
οροβλεννογόνος — ο φρ. «οροβλεννογόνοι αδένες» βιολ. εξωκρινείς αδένες τών οποίων το έκκριμα είναι ορώδες και βλεννώδες … Dictionary of Greek